- φισκοσυνήγορος
- ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) ο συνήγορος τού δημόσιου ταμείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < φίσκος + συνήγορος. Η λ. αποτελεί απόδοση τού λατ. advocatus fisci].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φισκοσυνήγορος — advocatus fisci masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φισκοσυνηγόροις — φισκοσυνήγορος advocatus fisci masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φισκοσυνηγόρου — φισκοσυνήγορος advocatus fisci masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)